ψειρόχορτο

ψειρόχορτο
το, Ν
βοτ. το ψειροβότανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψείρα + χόρτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεδικουλαρίδα (pedicularis) — Φυτό δικοτυλήδονο της οικογένειας των σκροφουλαριιδών με περίπου 250 είδη, που ζουν στην Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Είναι πόες διετείς ή πολυετείς που φυτρώνουν συνήθως στα βουνά. Πολλές είναι δηλητηριώδεις. Τα φύλλα τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”